- κομψεία
- κομψεία, η [κομψεύω](Α)1. (ιδίως για τη γλώσσα) λεπτότητα, κομψότητα, κοσμιότητα2. (κατά τον Μοίριν) «κομψεία Ἀττικῶςπανουργία Ἑλληνικῶς».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομψεία — κομψείᾱ , κομψεία daintiness fem nom/voc/acc dual κομψείᾱ , κομψεία daintiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψείᾳ — κομψείᾱͅ , κομψεία daintiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψείας — κομψείᾱς , κομψεία daintiness fem acc pl κομψείᾱς , κομψεία daintiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψείαν — κομψείᾱν , κομψεία daintiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψείαις — κομψεία daintiness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блѧдьство — БЛѦДЬСТВ|О (14*), А с. 1.Обман, ложь, пустословие: ни инѣмъ словесьмъ тъщеславивымъ. и кычивыимъ. нъ въсприѥмъ ѥлико на пользоу соуть. съложени˫а словесъ и съставлѥни˫а. проча˫а всѣмъ ѡстави. ими же соуѥть˫а словеса. и гл҃и бл˫адьствомъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)